Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγλεντάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [γλεντώ] γλεντώ ρήμα αμετάβατο diverti`rsi, fare baldo`ria; gozzoviglia`re; bisboccia`re; darsi alla pazza gio`ia μόνο να γλεντάς ξέρεις==tu pensi solo a divertirti! γλεντώ ρήμα μεταβατικό 1 fare diverti`re qualcu`no απόψε θα σε γλεντήσω στα καλύτερα κέντρα της Αθήνας==stasera ti farò fare il giro dei migliori locali di Atene 2 gode`rsi qualco`sa γλεντώ τη ζωή μου==godersi la vita, darsi alla pazza gioia 3 sperpera`re, scialacqua`re in divertime`nti τα γλέντησε όλα του τα λεφτά==ha sperperato tutti i suoi soldi in divertimenti permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |