Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλισχρότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 care`nza ~f~
2 esiguità ~f~
3 esilità ~f~
4 inconsiste`nza ~f~
5 insufficie`nza ~f~
6 limitate`zza ~f~
7 magre`zza ~f~
8 manca`nza ~f~
9 poche`zza ~f~
10 scarse`zza ~f~
11 scarsità ~f~
12 secche`zza ~f~
13 sparute`zza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλίσχρος γλίτσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---