Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλιτωμός  
ουσιαστικό αρσενικό

((popolare)) salve`zza ~f~; scampo ~m~ κανείς δεν έχει γλιτωμό απ' αυτή την αρρώστια==è una malattia da cui non c'è via di scampo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλιτωμένος γλιτώνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---