Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλιτσιασμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [γλιτσιάζω]
2 fango`so
3 limaccio`so
4 limo`so
5 melmo`so
6 moto`so
7 vi`scido

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλιτσιάζω γλίτωμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---