Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλιστράω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [γλιστρώ]

γλιστρώ  
ρήμα αμετάβατο

1 που έχει ολισθηρότητα e`ssere scivolo`so η σκάλα γλιστράει==la scala è scivolosa
2 ((figurato)) scivola`re; sdrucciola`re γλίστρησα και έσπασα το πόδι μου==sono scivolato e mi sono rotta una gamba
3 ((figurato)) guizza`re via; scivola`re via γλιστράει σαν το χέλι==scivola via come un'anguilla | γλιστράει κι από τις πιο δύσκολες ερωτήσεις==scivola via dalle domande più imbarazzanti

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλίστρα γλίστρημα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---