Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγλιτώνω
ρήμα αμετάβατο salva`rsi; scampa`re γλίτωσα από μεγάλο κίνδυνο==mi sono salvato da un grave pericolo | είναι ο μόνος που γλίτωσε από το ναυάγιο==è il solo che sia scampato al naufragio | προσπάθησαν να γλιτώσουν με τη φυγή==cercarono scampo nella fuga γλιτώνω ρήμα μεταβατικό salva`re; trarre in salvo μου γλίτωσε τη ζωή==mi ha salvato la vita+++γλίτωσε το τομάρι του==ha salvato, si è salvato la pelle | τον γλίτωσα από του Χάρου τα δόντια==l'ho strappato, sottratto alla morte | τη γλιτώνω==scamparsela, scamparla | φτηνά τη γλίτωσα==l'ho scampata bella, me la sono cavata a buon mercato permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |