Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγλοιωδέστατος
επίθετο superlativo di [γλοιώδης] γλοιωδέστερος επίθετο comparativo di [γλοιώδης] γλοιώδης ουσιαστικό αρσενικό 1 vischio`so; collo`so; appiccico`so γλοιώδης ουσία==sostanza vischiosa 2 ((figurato)) vi`scido γλοιώδης τύπος==un tipo viscido permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |