Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγλύκα
ουσιαστικό θηλυκό 1 ((popolare)) dolce`zza ~f~; sapo`re ~m~ dolce όλο γλύκα είναι αυτά τα σύκα==questi fichi sono dolci come il miele 2 ((figurato)) dolce`zza ~f~; tenere`zza ~f~; amabilità ~f~ μια φωνή γεμάτη γλύκα==una voce piena di dolcezza | τον κατέκτησε με τη γλύκα της==l'ha conquistato con la sua dolcezza 3 deli`zia ~f~; piace`re ~m~ οι γλύκες της ζωής==le delizie della vita γλυκά επίρρημα ada`gio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |