Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγλυκαίνομαι
ρήμα παθητικό pre`nderci, pre`ndere gusto γλυκάθηκε με το εύκολο κέρδος==cominciò a prendere gusto ai facili guadagni γλυκαίνω ρήμα αμετάβατο 1 addolci`rsi; raddolci`rsi 2 del tempo raddolci`rsi; addolci`rsi καιρός αρχίζει να γλυκαίνει==il tempo comincia a raddolcirsi γλυκαίνω ρήμα μεταβατικό 1 addolci`re; re`ndere dolce γλυκαίνω τον καφέ==addolcire il caffè 2 addolci`re; mitiga`re; leni`re η παρουσία τούς γλύκανε τον πόνο του==la loro presenza ha mitigato il suo dolore permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |