Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλεντζές  
ουσιαστικό αρσενικό

festaio`lo ~m~; buontempone ~m~; viveur ~m~ βιβέρ

γλεντζού
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [γλεντζές ^-έ, ο^]
2 festaio`la ~f~; buontempona ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλεντζέδικος γλέντι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---