Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλειψιματίας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 adulato`re ~m~
2 incensato`re ~m~
3 leccapie`di ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλείφω γλείψιμο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---