Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγλείφτης
ουσιαστικό αρσενικό ((popolare)) leccapie`di ~m~; lecchi`no ~m~; ruffia`no ~m~ γλείφτρα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [γλείφτης ^-η, ο^] 2 ((popolare)) leccapie`di ~f~; lecchi`na ~f~; ruffia`na ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |