Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλείφτης  
ουσιαστικό αρσενικό

((popolare)) leccapie`di ~m~; lecchi`no ~m~; ruffia`no ~m~

γλείφτρα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [γλείφτης ^-η, ο^]
2 ((popolare)) leccapie`di ~f~; lecchi`na ~f~; ruffia`na ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλείφομαι γλείφω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---