Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλείφομαι
ρήμα παθητικό

lecca`rsi

γλείφω  
ρήμα μεταβατικό

lecca`re ((anche in senso figurato)) η γάτα μού έγλειψε το χέρι==il gatto mi ha leccato la mano | γλείφει το διευθυντή του==lecca il direttore | να γλείφεις τα δάχτυλά σου==da leccarsi le dita, i baffi, le labbra

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλειφιτζούρι γλείφτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---