Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ασχημοσύνη [θηλ.ουσ] ατάκτως [επίρ.]
ασχημότατος [επίθ.] αταλάντευτος [επίθ.]
ασχημότερος [επίθ.] ατάλαντος [επίθ.]
ασχολία {ασχολιών} αταξία {αταξιών}
ασχολίαστος [επίθ.] αταξικός [επίθ.]
ασχολιέμαι ασχολείται... αταξικότητα [θηλ.ουσ]
ασχολούμαι {ασχολείσα... αταξινόμητος [επίθ.]
ασώματος [επίθ.] ατάραγα [επίρ.]
άσωτα [επίρ.] ατάραγος [επίθ.]
ασωτεύω ipf ασώτευ... ατάρακτος [επίθ.]
ασωτία [θηλ.ουσ] αταραξία {χωρ. πληθ...
άσωτος [επίθ.] ατάραχα [επίρ.]
ασωφρόνιστος [επίθ.] ατάραχος [επίθ.]
αταβισμός [ουσ αρσ ] αταρίχευτος [επίθ.]
αταβιστικός [επίθ.] ατασθαλία {ατασθαλιώ...
αταίριαγα [επίρ.] ατάσθαλος [επίθ.]
αταίριαγος [επίθ.] άταφος [επίθ.]
αταίριαστα [επίρ.] άταχτα [επίρ.]
αταίριαστος [επίθ.] αταχτοποίητα [επίρ.]
αταίριαχτα [επίρ.] αταχτοποίητος [επίθ.]
αταίριαχτος [επίθ.] άταχτος [ουσ αρσ ]
ατάκα {χωρ. γεν.... άταχτος [επίθ.]
άτακτα [επίρ.] αταχτώ [-είς, -εί...
ατακτοποίητος [επίθ.] άτεγκτα [επίρ.]
άτακτος [επίθ.] άτεγκτος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: