Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stìpola (θηλ.ουσ) stirerìa (θηλ.ουσ)
stipolàto (επίθ.) stirizzìre (ρ. μτβ.)
stìpsi (θηλ.ουσ) stirizzìrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
stipulànte (ουσ αρσ και θηλ.) stìro (ουσ αρσ )
stipulànte (επίθ.) stiròlo (ουσ αρσ )
stipulàre (ρ. μτβ.) stìrpe (θηλ.ουσ)
stipulàto (επίθ.) stitichézza (θηλ.ουσ)
stipulazióne (θηλ.ουσ) stìtico (αρσ. επίθ και ουσ)
stiracalzóni (ουσ αρσ ) stìva (θηλ.ουσ)
stiracchiaménto (ουσ αρσ ) stivàggio (ουσ αρσ )
stiracchiàre (ρ.αμτβ.) stivalàio (ουσ αρσ )
stiracchiàre (ρ. μτβ.) stivalàta (θηλ.ουσ)
stiracchiarsi (ρ.μ. (αντων.)) stivalàto (επίθ.)
stiracchiàto (επίθ.) stivàle (ουσ αρσ )
stiracchiatùra (θηλ.ουσ) stivalerìa (θηλ.ουσ)
stiràggio (ουσ αρσ ) stivalétto (ουσ αρσ )
stiramàniche (ουσ αρσ ) stivalóne (ουσ αρσ )
stiraménto (ουσ αρσ ) stivàre (ρ. μτβ.)
stiràre (ρ. μτβ.) stivatóre (ουσ αρσ )
stirarsi (ρ.μ. (αντων.)) stivatùra (θηλ.ουσ)
stiràta (θηλ.ουσ) stìzza (θηλ.ουσ)
stiratóio (ουσ αρσ ) stizzìre (ρ.αμτβ.)
stiratóre (ουσ αρσ ) stizzìre (ρ. μτβ.)
stiratrìce (θηλ.ουσ) stizzirsi (ρ.μ. (αντων.))
stiratùra (θηλ.ουσ) stizzìto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: