Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

protèsico (επίθ.) pròto (ουσ αρσ )
protesìsta (ουσ αρσ και θηλ.) protoattìnio (ουσ αρσ )
protèsta (θηλ.ουσ) protocollàre (επίθ.)
protestànte (ουσ αρσ ) protocollàre (ρ. μτβ.)
protestànte (επίθ.) protocollìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
protestantésimo (ουσ αρσ ) protocòllo (ουσ αρσ )
protestàntico (επίθ.) protomàrtire (ουσ αρσ και θηλ.)
protestàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) pròtome (θηλ.ουσ)
protestarsi (ρ.μ. (αντων.)) protomèdico (ουσ αρσ )
protestatàrio (αρσ. επίθ και ουσ) protóne (ουσ αρσ )
protestatóre (ουσ αρσ ) protònico (επίθ.)
protèsto (ουσ αρσ ) protonotariàto (ουσ αρσ )
protettìvo (επίθ.) protonotàrio (ουσ αρσ )
protètto (ουσ αρσ ) protoplàsma (ουσ αρσ )
protètto (επίθ.) protoplasmàtico (επίθ.)
protettoràto (ουσ αρσ ) protoràce (ουσ αρσ )
protettóre (ουσ αρσ ) protoracico (επίθ.)
protettóre (επίθ.) protoromàntico (αρσ. επίθ και ουσ)
protettrìce (θηλ.ουσ) protosincrotróne (ουσ αρσ )
protezióne (θηλ.ουσ) protòssido (ουσ αρσ )
protezionìsmo (ουσ αρσ ) protòtipo (ουσ αρσ )
protezionìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) protòttero (ουσ αρσ )
protezionìstico (επίθ.) protozòi (ουσ αρσ πληθ.)
pròtio (ουσ αρσ ) protozòico (αρσ. επίθ και ουσ)
protìsta (ουσ αρσ ) protozòo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: