Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

applauditóre (αρσ. επίθ και ουσ) appoppàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
applàuso (ουσ αρσ ) appoppàto (επίθ.)
applausòmetro (ουσ αρσ ) appórre (ρ. μτβ.)
applicàbile (επίθ.) apportàre (ρ. μτβ.)
applicabilità (θηλ.ουσ) apportatóre (αρσ. επίθ και ουσ)
applicàre (ρ. μτβ.) appòrto (ουσ αρσ )
applicàrsi (ρ. μ. αμτβ.) appositaménte (επίρ.)
applicàto (ουσ αρσ ) appositìvo (επίθ.)
applicàto (επίθ.) appòsito (επίθ.)
applicazióne (θηλ.ουσ) apposizióne (θηλ.ουσ)
appoderaménto (ουσ αρσ ) appòsta (επίρ.)
appoderàre (ρ. μτβ.) appostaménto (ουσ αρσ )
appoggiabràccio (ουσ αρσ ) appostàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appoggiacàpo (ουσ αρσ ) appostàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
appoggiafèrro (ουσ αρσ ) apprèndere (ρ. μτβ.)
appoggiamàno (ουσ αρσ ) apprendersi (ρ.μ. (αντων.))
appoggiapièdi (ουσ αρσ ) apprendìbile (επίθ.)
appoggiàre (ρ. μτβ.) apprendiménto (ουσ αρσ )
appoggiàrsi (ρ. μ. αμτβ.) apprendìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
appoggiatèsta (ουσ αρσ ) apprendistàto (ουσ αρσ )
appoggiatóio (ουσ αρσ ) apprensióne (θηλ.ουσ)
appoggiatùra (θηλ.ουσ) apprensìvo (επίθ.)
appòggio (ουσ αρσ ) appressaménto (ουσ αρσ )
appollaiàrsi (ρ. μ. αμτβ.) appressàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appoppaménto (ουσ αρσ ) appressàrsi (ρ. μ. αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: