Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appressàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [appresˈsare]

1 προσεγγίζω
2 πλησιάζω

appressàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [appresˈsarsi]

πλησιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appressamento appresso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apprendista (ουσ αρσ και θηλ.)
apprendistato (ουσ αρσ )
apprensione (θηλ.ουσ)
apprensivo (επίθ.)
appressamento (ουσ αρσ )
appressare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appressarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appresso (επίρ.)
apprestamento (ουσ αρσ )
apprestare (ρ. μτβ.)
apprestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
apprettare (ρ. μτβ.)
apprettatura (θηλ.ουσ)
apprezzabile (επίθ.)
apprezzamento (ουσ αρσ )
apprezzare (ρ. μτβ.)
apprezzato (επίθ.)
approcciare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
approccio (ουσ αρσ )
approdare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---