Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apprensióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [apprenˈsjone]

1 δειλία
2 φόβος
3 ανυπομονησία
4 αντίληψη
5 κατανόηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apprendistato apprensivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

apprendersi (ρ.μ. (αντων.))
apprendibile (επίθ.)
apprendimento (ουσ αρσ )
apprendista (ουσ αρσ και θηλ.)
apprendistato (ουσ αρσ )
apprensione (θηλ.ουσ)
apprensivo (επίθ.)
appressamento (ουσ αρσ )
appressare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appressarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appresso (επίρ.)
apprestamento (ουσ αρσ )
apprestare (ρ. μτβ.)
apprestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
apprettare (ρ. μτβ.)
apprettatura (θηλ.ουσ)
apprezzabile (επίθ.)
apprezzamento (ουσ αρσ )
apprezzare (ρ. μτβ.)
apprezzato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---