Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόapprendiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [apprendiˈmento] 1 εκμάθηση 2 μάθηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |