Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


apprendiménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [apprendiˈmento]

1 εκμάθηση
2 μάθηση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apprendibile apprendista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appostare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
apprendere (ρ. μτβ.)
apprendersi (ρ.μ. (αντων.))
apprendibile (επίθ.)
apprendimento (ουσ αρσ )
apprendista (ουσ αρσ και θηλ.)
apprendistato (ουσ αρσ )
apprensione (θηλ.ουσ)
apprensivo (επίθ.)
appressamento (ουσ αρσ )
appressare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appressarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appresso (επίρ.)
apprestamento (ουσ αρσ )
apprestare (ρ. μτβ.)
apprestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
apprettare (ρ. μτβ.)
apprettatura (θηλ.ουσ)
apprezzabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---