Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appoggiacàpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ap,pɔdʤaˈkapo]

1 κάλυμμα προστασίας επίπλων
2 υποστήριγμα κεφαλιού οδηγού
3 προσκέφαλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appoggiabraccio appoggiaferro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

applicato (επίθ.)
applicazione (θηλ.ουσ)
appoderamento (ουσ αρσ )
appoderare (ρ. μτβ.)
appoggiabraccio (ουσ αρσ )
appoggiacapo (ουσ αρσ )
appoggiaferro (ουσ αρσ )
appoggiamano (ουσ αρσ )
appoggiapiedi (ουσ αρσ )
appoggiare (ρ. μτβ.)
appoggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appoggiatesta (ουσ αρσ )
appoggiatoio (ουσ αρσ )
appoggiatura (θηλ.ουσ)
appoggio (ουσ αρσ )
appollaiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appoppamento (ουσ αρσ )
appopparsi (ρ. μ. αμτβ.)
appoppato (επίθ.)
apporre (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---