Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόapplicàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [appliˈkato] νέος υπάλληλος applicàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [appliˈkato] 1 εφαρμοστός 2 εφαρμοσμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |