Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


applicabilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [applikabiliˈta]

1 αρμοδιότητα
2 συνάφεια
3 εφαρμοσιμότητα
4 καταλληλότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  applicabile applicare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

applaudire (ρ. μτβ.)
applauditore (αρσ. επίθ και ουσ)
applauso (ουσ αρσ )
applausometro (ουσ αρσ )
applicabile (επίθ.)
applicabilità (θηλ.ουσ)
applicare (ρ. μτβ.)
applicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
applicato (ουσ αρσ )
applicato (επίθ.)
applicazione (θηλ.ουσ)
appoderamento (ουσ αρσ )
appoderare (ρ. μτβ.)
appoggiabraccio (ουσ αρσ )
appoggiacapo (ουσ αρσ )
appoggiaferro (ουσ αρσ )
appoggiamano (ουσ αρσ )
appoggiapiedi (ουσ αρσ )
appoggiare (ρ. μτβ.)
appoggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---