Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appoderaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [appoderaˈmento]

τμήμα εδάφους ή γαίας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  applicazione appoderare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

applicare (ρ. μτβ.)
applicarsi (ρ. μ. αμτβ.)
applicato (ουσ αρσ )
applicato (επίθ.)
applicazione (θηλ.ουσ)
appoderamento (ουσ αρσ )
appoderare (ρ. μτβ.)
appoggiabraccio (ουσ αρσ )
appoggiacapo (ουσ αρσ )
appoggiaferro (ουσ αρσ )
appoggiamano (ουσ αρσ )
appoggiapiedi (ουσ αρσ )
appoggiare (ρ. μτβ.)
appoggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appoggiatesta (ουσ αρσ )
appoggiatoio (ουσ αρσ )
appoggiatura (θηλ.ουσ)
appoggio (ουσ αρσ )
appollaiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appoppamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---