Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appoppaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [appoppaˈmento]

1 αύξηση βάρους στην πρύμνη
2 βάρος στο πίσω μέρος πλοίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appollaiarsi appopparsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appoggiatesta (ουσ αρσ )
appoggiatoio (ουσ αρσ )
appoggiatura (θηλ.ουσ)
appoggio (ουσ αρσ )
appollaiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appoppamento (ουσ αρσ )
appopparsi (ρ. μ. αμτβ.)
appoppato (επίθ.)
apporre (ρ. μτβ.)
apportare (ρ. μτβ.)
apportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
apporto (ουσ αρσ )
appositamente (επίρ.)
appositivo (επίθ.)
apposito (επίθ.)
apposizione (θηλ.ουσ)
apposta (επίρ.)
appostamento (ουσ αρσ )
appostare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appostarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---