Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appòrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [apˈpɔrto]

1 συνεισφορά
2 συμβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  apportatore appositamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appopparsi (ρ. μ. αμτβ.)
appoppato (επίθ.)
apporre (ρ. μτβ.)
apportare (ρ. μτβ.)
apportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
apporto (ουσ αρσ )
appositamente (επίρ.)
appositivo (επίθ.)
apposito (επίθ.)
apposizione (θηλ.ουσ)
apposta (επίρ.)
appostamento (ουσ αρσ )
appostare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
appostarsi (ρ. μ. αμτβ.)
apprendere (ρ. μτβ.)
apprendersi (ρ.μ. (αντων.))
apprendibile (επίθ.)
apprendimento (ουσ αρσ )
apprendista (ουσ αρσ και θηλ.)
apprendistato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---