Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


appòggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [apˈpɔdʤo]

(sostegno) το στήριγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  appoggiatura appollaiarsi  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

appoggiare (ρ. μτβ.)
appoggiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appoggiatesta (ουσ αρσ )
appoggiatoio (ουσ αρσ )
appoggiatura (θηλ.ουσ)
appoggio (ουσ αρσ )
appollaiarsi (ρ. μ. αμτβ.)
appoppamento (ουσ αρσ )
appopparsi (ρ. μ. αμτβ.)
appoppato (επίθ.)
apporre (ρ. μτβ.)
apportare (ρ. μτβ.)
apportatore (αρσ. επίθ και ουσ)
apporto (ουσ αρσ )
appositamente (επίρ.)
appositivo (επίθ.)
apposito (επίθ.)
apposizione (θηλ.ουσ)
apposta (επίρ.)
appostamento (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---