Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sugheréta (θηλ.ουσ) sulfùreo (επίθ.)
sugheréto (ουσ αρσ ) sùlla (θηλ.ουσ)
sugherìcolo (επίθ.) sultàna (θηλ.ουσ)
sughericoltóre (ουσ αρσ ) sultanàto (ουσ αρσ )
sughericoltùra (θηλ.ουσ) sultanìna (θηλ.ουσ)
sugherifìcio (ουσ αρσ ) sultàno (ουσ αρσ )
sùghero (ουσ αρσ ) sumèrico (αρσ. επίθ και ουσ)
sugheróso (επίθ.) sumèro (αρσ. επίθ και ουσ)
sùgna (θηλ.ουσ) summenzionàto (επίθ.)
sugnóso (επίθ.) summit (ουσ αρσ )
sùgo (ουσ αρσ ) sùnna (θηλ.ουσ)
sugosità (θηλ.ουσ) sunnìsmo (ουσ αρσ )
sugóso (επίθ.) sunnìta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
suicìda (ουσ αρσ και θηλ.) sunnominàto (επίθ.)
suicìda (επίθ.) sunnotàto (επίθ.)
suicidàrsi (ρ. μ. αμτβ.) sunteggiàre (ρ. μτβ.)
suicìdio (ουσ αρσ ) sùnto (ουσ αρσ )
sui generis (επίθ.) suntuàrio (επίθ.)
suinicoltóre (ουσ αρσ ) sùo (ουσ αρσ )
suinicoltùra (θηλ.ουσ) sùo (επίθ.)
suìno (ουσ αρσ ) sùo (αντων.)
suìno (επίθ.) suòcera (θηλ.ουσ)
suite (θηλ.ουσ) suòcero (ουσ αρσ )
sulfamìdico (ουσ αρσ ) suòla (θηλ.ουσ)
sulfamìdico (επίθ.) suòlo (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: