Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suòcero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈswɔʧero]

ο πεθερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suocera suola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suntuario (επίθ.)
suo (ουσ αρσ )
suo (επίθ.)
suo (αντων.)
suocera (θηλ.ουσ)
suocero (ουσ αρσ )
suola (θηλ.ουσ)
suolo (ουσ αρσ )
suonare (ρ.αμτβ.)
suonare (ρ. μτβ.)
suono (ουσ αρσ )
suora (θηλ.ουσ)
super (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
super– (πρθμ.)
superabile (επίθ.)
superabilità (θηλ.ουσ)
superaffollamento (ουσ αρσ )
superaffollato (επίθ.)
superalcolico (ουσ αρσ )
superalcolico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---