Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


superalcòlico  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [superalˈkɔliko]

οινοπνευματώδες ποτό με μεγάλο βαθμό περιεκτικότητας σε αλκοόλ

superalcòlico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [superalˈkɔliko]

οινοπνευματώδης (με μεγάλο βαθμό περιεκτικότητας σε αλκοόλ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  superaffollato superalimentazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

super– (πρθμ.)
superabile (επίθ.)
superabilità (θηλ.ουσ)
superaffollamento (ουσ αρσ )
superaffollato (επίθ.)
superalcolico (ουσ αρσ )
superalcolico (επίθ.)
superalimentazione (θηλ.ουσ)
superallenamento (ουσ αρσ )
superallenare (ρ. μτβ.)
superamento (ουσ αρσ )
superare (ρ. μτβ.)
superato (επίθ.)
superattivo (επίθ.)
superbamente (επίρ.)
superbia (θηλ.ουσ)
superbioso (επίθ.)
superbo (ουσ αρσ )
superbo (επίθ.)
supercarburante (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---