Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


superaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [superaˈmento]

1 προσπέρασμα (οχήματος)
2 πέρασμα (μαθήματος κλπ)
3 ξεπέρασμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  superallenare superare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

superalcolico (ουσ αρσ )
superalcolico (επίθ.)
superalimentazione (θηλ.ουσ)
superallenamento (ουσ αρσ )
superallenare (ρ. μτβ.)
superamento (ουσ αρσ )
superare (ρ. μτβ.)
superato (επίθ.)
superattivo (επίθ.)
superbamente (επίρ.)
superbia (θηλ.ουσ)
superbioso (επίθ.)
superbo (ουσ αρσ )
superbo (επίθ.)
supercarburante (ουσ αρσ )
supercilioso (επίθ.)
supercolosso (ουσ αρσ )
supercompressione (θηλ.ουσ)
supercompresso (επίθ.)
superconduttività (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---