Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsuperalimentazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [superalimentatˈtsjone] 1 υπερτροφία 2 υπερτροφοδοσία 3 υπερτροφοδότηση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |