Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsupèrbo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [suˈpɛrbo] 1 υπερόπτης 2 αλαζόνας supèrbo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [suˈpɛrbo] 1 (borioso) περήφανος (-η, -ο) 2 (superiore) υπέροχος (-η, -ο), υπεροτικός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |