Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


supèrbo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [suˈpɛrbo]

1 υπερόπτης
2 αλαζόνας

supèrbo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [suˈpɛrbo]

1 (borioso) περήφανος (-η, -ο)
2 (superiore) υπέροχος (-η, -ο), υπεροτικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  superbioso supercarburante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

superato (επίθ.)
superattivo (επίθ.)
superbamente (επίρ.)
superbia (θηλ.ουσ)
superbioso (επίθ.)
superbo (ουσ αρσ )
superbo (επίθ.)
supercarburante (ουσ αρσ )
supercilioso (επίθ.)
supercolosso (ουσ αρσ )
supercompressione (θηλ.ουσ)
supercompresso (επίθ.)
superconduttività (θηλ.ουσ)
superconduttivo (επίθ.)
superconduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
superconduzione (θηλ.ουσ)
supercritico (επίθ.)
superdecorato (ουσ αρσ )
superdecorato (επίθ.)
superdonna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---