Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


superdecoràto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [superdekoˈrato]

άνθρωπος πολύ στολισμένος

superdecoràto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [superdekoˈrato]

πολύ στολισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  supercritico superdonna  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

superconduttività (θηλ.ουσ)
superconduttivo (επίθ.)
superconduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
superconduzione (θηλ.ουσ)
supercritico (επίθ.)
superdecorato (ουσ αρσ )
superdecorato (επίθ.)
superdonna (θηλ.ουσ)
superdose (θηλ.ουσ)
superdotato (επίθ.)
Super–Ego, Super–ego (ουσ αρσ )
supereterodina (θηλ.ουσ)
superfecondazione (θηλ.ουσ)
superfetazione (θηλ.ουσ)
superficiale (επίθ.)
superficialità (θηλ.ουσ)
superficialmente (επίρ.)
superficie (θηλ.ουσ)
superfluità (θηλ.ουσ)
superfluo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---