Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


superconduttóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [superkondutˈtore]

υπεραγωγός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  superconduttivo superconduzione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

supercolosso (ουσ αρσ )
supercompressione (θηλ.ουσ)
supercompresso (επίθ.)
superconduttività (θηλ.ουσ)
superconduttivo (επίθ.)
superconduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
superconduzione (θηλ.ουσ)
supercritico (επίθ.)
superdecorato (ουσ αρσ )
superdecorato (επίθ.)
superdonna (θηλ.ουσ)
superdose (θηλ.ουσ)
superdotato (επίθ.)
Super–Ego, Super–ego (ουσ αρσ )
supereterodina (θηλ.ουσ)
superfecondazione (θηλ.ουσ)
superfetazione (θηλ.ουσ)
superficiale (επίθ.)
superficialità (θηλ.ουσ)
superficialmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---