Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


supèrbia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [suˈpɛrbja]

1 ξιπασιά
2 περηφάνια
3 υπεροψία
4 ακαταδεξία
5 αλαζονεία
6 έπαρση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  superbamente superbioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

superamento (ουσ αρσ )
superare (ρ. μτβ.)
superato (επίθ.)
superattivo (επίθ.)
superbamente (επίρ.)
superbia (θηλ.ουσ)
superbioso (επίθ.)
superbo (ουσ αρσ )
superbo (επίθ.)
supercarburante (ουσ αρσ )
supercilioso (επίθ.)
supercolosso (ουσ αρσ )
supercompressione (θηλ.ουσ)
supercompresso (επίθ.)
superconduttività (θηλ.ουσ)
superconduttivo (επίθ.)
superconduttore (αρσ. επίθ και ουσ)
superconduzione (θηλ.ουσ)
supercritico (επίθ.)
superdecorato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---