Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsùper
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsuper] σούπερ (-) super– πρόθεμα Προσφορά I.P.A.: [ˈsuper] υπερ- permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαbenzina [θηλ.] super = η βενζίνη σούπερ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |