Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suntuàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [suntuˈarjo]

ρυθμιστικός ηθικός ή θρησκευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sunto suo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sunnita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sunnominato (επίθ.)
sunnotato (επίθ.)
sunteggiare (ρ. μτβ.)
sunto (ουσ αρσ )
suntuario (επίθ.)
suo (ουσ αρσ )
suo (επίθ.)
suo (αντων.)
suocera (θηλ.ουσ)
suocero (ουσ αρσ )
suola (θηλ.ουσ)
suolo (ουσ αρσ )
suonare (ρ.αμτβ.)
suonare (ρ. μτβ.)
suono (ουσ αρσ )
suora (θηλ.ουσ)
super (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
super– (πρθμ.)
superabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---