Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsùnto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsunto] 1 σύντομη σύνοψη ουσιωδών 2 επιτομή 3 σύνοψη 4 περίληψη 5 ανακεφαλαίωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |