Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsùo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsuo] χρήματα δικά του ή δικά της sùo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsuo] του, της, του sùo αντωνυμία Προσφορά I.P.A.: [ˈsuo] 1 δικός του 2 (forma di cortesia) δικός Σας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |