Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sunnominàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sunnomiˈnato]

1 άνω αναφερόμενος
2 προαναφερθείς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sunnita sunnotato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

summenzionato (επίθ.)
summit (ουσ αρσ )
sunna (θηλ.ουσ)
sunnismo (ουσ αρσ )
sunnita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sunnominato (επίθ.)
sunnotato (επίθ.)
sunteggiare (ρ. μτβ.)
sunto (ουσ αρσ )
suntuario (επίθ.)
suo (ουσ αρσ )
suo (επίθ.)
suo (αντων.)
suocera (θηλ.ουσ)
suocero (ουσ αρσ )
suola (θηλ.ουσ)
suolo (ουσ αρσ )
suonare (ρ.αμτβ.)
suonare (ρ. μτβ.)
suono (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---