Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sugheréta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sugeˈreta]

φυτεία δέντρων φελλού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sugheraio sughereto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suggestione (θηλ.ουσ)
suggestività (θηλ.ουσ)
suggestivo (επίθ.)
sughera (θηλ.ουσ)
sugheraio (ουσ αρσ )
sughereta (θηλ.ουσ)
sughereto (ουσ αρσ )
sughericolo (επίθ.)
sughericoltore (ουσ αρσ )
sughericoltura (θηλ.ουσ)
sugherificio (ουσ αρσ )
sughero (ουσ αρσ )
sugheroso (επίθ.)
sugna (θηλ.ουσ)
sugnoso (επίθ.)
sugo (ουσ αρσ )
sugosità (θηλ.ουσ)
sugoso (επίθ.)
suicida (ουσ αρσ και θηλ.)
suicida (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---