Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sùgo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsugo]

ο κυμάς, το γιαχνί, η σάλτσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sugnoso sugosità  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sugherificio (ουσ αρσ )
sughero (ουσ αρσ )
sugheroso (επίθ.)
sugna (θηλ.ουσ)
sugnoso (επίθ.)
sugo (ουσ αρσ )
sugosità (θηλ.ουσ)
sugoso (επίθ.)
suicida (ουσ αρσ και θηλ.)
suicida (επίθ.)
suicidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
suicidio (ουσ αρσ )
sui generis (επίθ.)
suinicoltore (ουσ αρσ )
suinicoltura (θηλ.ουσ)
suino (ουσ αρσ )
suino (επίθ.)
suite (θηλ.ουσ)
sulfamidico (ουσ αρσ )
sulfamidico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---