Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sugóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [suˈgoso], [suˈgozo]

1 ουσιώδης
2 πολύχυμος
3 χυμώδης
4 οπώδης
5 ζουμερός
6 εύχυμος
7 καλόχυμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sugosità suicida  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sugheroso (επίθ.)
sugna (θηλ.ουσ)
sugnoso (επίθ.)
sugo (ουσ αρσ )
sugosità (θηλ.ουσ)
sugoso (επίθ.)
suicida (ουσ αρσ και θηλ.)
suicida (επίθ.)
suicidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
suicidio (ουσ αρσ )
sui generis (επίθ.)
suinicoltore (ουσ αρσ )
suinicoltura (θηλ.ουσ)
suino (ουσ αρσ )
suino (επίθ.)
suite (θηλ.ουσ)
sulfamidico (ουσ αρσ )
sulfamidico (επίθ.)
sulfureo (επίθ.)
sulla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---