Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suinicoltùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [suinikolˈtura]

χοιροτροφία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suinicoltore suino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suicida (επίθ.)
suicidarsi (ρ. μ. αμτβ.)
suicidio (ουσ αρσ )
sui generis (επίθ.)
suinicoltore (ουσ αρσ )
suinicoltura (θηλ.ουσ)
suino (ουσ αρσ )
suino (επίθ.)
suite (θηλ.ουσ)
sulfamidico (ουσ αρσ )
sulfamidico (επίθ.)
sulfureo (επίθ.)
sulla (θηλ.ουσ)
sultana (θηλ.ουσ)
sultanato (ουσ αρσ )
sultanina (θηλ.ουσ)
sultano (ουσ αρσ )
sumerico (αρσ. επίθ και ουσ)
sumero (αρσ. επίθ και ουσ)
summenzionato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---