Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sumèro  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [suˈmɛro]

Σουμέριος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sumerico summenzionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sultana (θηλ.ουσ)
sultanato (ουσ αρσ )
sultanina (θηλ.ουσ)
sultano (ουσ αρσ )
sumerico (αρσ. επίθ και ουσ)
sumero (αρσ. επίθ και ουσ)
summenzionato (επίθ.)
summit (ουσ αρσ )
sunna (θηλ.ουσ)
sunnismo (ουσ αρσ )
sunnita (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
sunnominato (επίθ.)
sunnotato (επίθ.)
sunteggiare (ρ. μτβ.)
sunto (ουσ αρσ )
suntuario (επίθ.)
suo (ουσ αρσ )
suo (επίθ.)
suo (αντων.)
suocera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---