Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsugheràio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sugeˈrajo] 1 εργάτης σε εργοστάσιο φελλού 2 εργάτης που μαζεύει φελλό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |