Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suggestionàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sudʤestjoˈnato]

1 τρελά ερωτευμένος
2 ερωτευμένος
3 ξετρελαμένος
4 επηρεασμένος
5 γοητευμένος
6 μαγεμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suggestionarsi suggestione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suggeritore (αρσ. επίθ και ουσ)
suggestionabile (επίθ.)
suggestionabilità (θηλ.ουσ)
suggestionare (ρ. μτβ.)
suggestionarsi (ρ.μ. (αντων.))
suggestionato (επίθ.)
suggestione (θηλ.ουσ)
suggestività (θηλ.ουσ)
suggestivo (επίθ.)
sughera (θηλ.ουσ)
sugheraio (ουσ αρσ )
sughereta (θηλ.ουσ)
sughereto (ουσ αρσ )
sughericolo (επίθ.)
sughericoltore (ουσ αρσ )
sughericoltura (θηλ.ουσ)
sugherificio (ουσ αρσ )
sughero (ουσ αρσ )
sugheroso (επίθ.)
sugna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---