Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suggestionàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sudʤestjoˈnare]

1 επηρεάζω αποφασιστικά
2 επηρεάζω

suggestionarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [sudʤestjoˈnarsi]

επηρεάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suggestionabilità suggestionato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suggerimento (ουσ αρσ )
suggerire (ρ. μτβ.)
suggeritore (αρσ. επίθ και ουσ)
suggestionabile (επίθ.)
suggestionabilità (θηλ.ουσ)
suggestionare (ρ. μτβ.)
suggestionarsi (ρ.μ. (αντων.))
suggestionato (επίθ.)
suggestione (θηλ.ουσ)
suggestività (θηλ.ουσ)
suggestivo (επίθ.)
sughera (θηλ.ουσ)
sugheraio (ουσ αρσ )
sughereta (θηλ.ουσ)
sughereto (ουσ αρσ )
sughericolo (επίθ.)
sughericoltore (ουσ αρσ )
sughericoltura (θηλ.ουσ)
sugherificio (ουσ αρσ )
sughero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---