Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


suggerìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [sudʤeˈrire]

κάνω τον υποβολέα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  suggerimento suggeritore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

suffumicare (ρ. μτβ.)
suffumigio (ουσ αρσ )
suggellare (ρ. μτβ.)
suggello (ουσ αρσ )
suggerimento (ουσ αρσ )
suggerire (ρ. μτβ.)
suggeritore (αρσ. επίθ και ουσ)
suggestionabile (επίθ.)
suggestionabilità (θηλ.ουσ)
suggestionare (ρ. μτβ.)
suggestionarsi (ρ.μ. (αντων.))
suggestionato (επίθ.)
suggestione (θηλ.ουσ)
suggestività (θηλ.ουσ)
suggestivo (επίθ.)
sughera (θηλ.ουσ)
sugheraio (ουσ αρσ )
sughereta (θηλ.ουσ)
sughereto (ουσ αρσ )
sughericolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---